- δημιουργία
- η (AM δημιουργίαΑ και δημιοεργείη) [δημιουργός]1. το να δημιουργεί κάποιος κάτι2. η κτίση, η πλάση τού κόσμου από τον Θεό3. η πλάση, ο κόσμος, το σύμπαννεοελλ.1. έξοχο πνευματικό ή καλλιτεχνικό δημιούργημα2. πρωτότυπο, νέο καλλιτεχνικό δημιούργημα3. η πρόκληση, η διαμόρφωση μιας νέας καταστάσεως («η δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης»)αρχ.1. η πρακτική τέχνη, η βιοτεχνία («ἡ γραφικὴ καὶ πᾱσα ἡ τοιαύτη δημιουργία»)2. η εξάσκηση παρόμοιας τέχνης«τὴν τῶν τεχνῶν δημιουργίαν»)3. (για τα γεννητικά μόρια) φυσιολογική λειτουργία4. το αξίωμα, η αρχή τού δημιουργού5. δημόσιο λειτούργημα.
Dictionary of Greek. 2013.