δημιουργία

δημιουργία
η (AM δημιουργία
Α και δημιοεργείη) [δημιουργός]
1. το να δημιουργεί κάποιος κάτι
2. η κτίση, η πλάση τού κόσμου από τον Θεό
3. η πλάση, ο κόσμος, το σύμπαν
νεοελλ.
1. έξοχο πνευματικό ή καλλιτεχνικό δημιούργημα
2. πρωτότυπο, νέο καλλιτεχνικό δημιούργημα
3. η πρόκληση, η διαμόρφωση μιας νέας καταστάσεως («η δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης»)
αρχ.
1. η πρακτική τέχνη, η βιοτεχνία («ἡ γραφικὴ καὶ πᾱσα ἡ τοιαύτη δημιουργία»)
2. η εξάσκηση παρόμοιας τέχνης
«τὴν τῶν τεχνῶν δημιουργίαν»)
3. (για τα γεννητικά μόρια) φυσιολογική λειτουργία
4. το αξίωμα, η αρχή τού δημιουργού
5. δημόσιο λειτούργημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δημιουργία — δημιουργίᾱ , δημιουργία workmanship fem nom/voc/acc dual δημιουργίᾱ , δημιουργία workmanship fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημιουργίᾳ — δημιουργίαι , δημιουργία workmanship fem nom/voc pl δημιουργίᾱͅ , δημιουργία workmanship fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημιουργία — η η τέχνη του να δημιουργεί κανείς, η κατασκευή, το πλάσιμο ιδιαίτερα έργων πνευματικής ή καλλιτεχνικής αξίας: Τα δημοτικά τραγούδια είναι μεγάλη δημιουργία του ελληνικού λαού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελληνική Δημιουργία — Τίτλος δεκαπενθήμερου αθηναϊκού λογοτεχνικού περιοδικού, που ίδρυσε ο λογοτέχνης και ακαδημαϊκός Σπύρος Μελάς το 1948. Το περιοδικό, που εκδιδόταν έως το 1954, κυκλοφόρησε πολυσέλιδα αφιερώματα σε μεγάλες μορφές των αρχαίων και νέων ελληνικών… …   Dictionary of Greek

  • δημιουργίας — δημιουργίᾱς , δημιουργία workmanship fem acc pl δημιουργίᾱς , δημιουργία workmanship fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημιουργίαι — δημιουργία workmanship fem nom/voc pl δημιουργίᾱͅ , δημιουργία workmanship fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημιουργίαν — δημιουργίᾱν , δημιουργία workmanship fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημιουργιῶν — δημιουργία workmanship fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημιουργίαις — δημιουργία workmanship fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημιουργίης — δημιουργία workmanship fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”